- σκαντάλη
- η, Νβλ. σκανδάλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκανδάλη — η, ΝΑ, και σκαντάλη Ν, και σκανδάλα Α νεοελλ. 1. μικρός σιδερένιος μοχλός που αποτελεί το κύριο εξωτερικό εξάρτημα τού πυροδοτικού μηχανισμού τών πυροβόλων όπλων και ο οποίος, καθώς έλκεται με το δάχτυλο, επιτρέπει την προώθηση τού επικρουστήρα,… … Dictionary of Greek
σκαντάλι — το, Ν 1. η σκανδάλη 2. το σκανδάληθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαντάλη / σκανδάλη, κατά τα ουδ.] … Dictionary of Greek